- ἐπετίμησα
- ἐπετί̱μησα , ἐπιτιμάωaor ind act 1st sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτιμώ — επιτιμώ, επιτίμησα βλ. πίν. 60 Σημειώσεις: επιτιμώ : απαντάται και η λόγια άτονη αύξηση (επετίμησα). Στον προφορικό λόγο κλίνεται στον ενεστώτα και κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής